- δηώνω
- (AM δῃῶ) [δήιος]1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζωαρχ.1. φονεύω, σφάζω2. (για θηρία) κατασπαράζω3. (για λόγχη) κόβω στα δύο4. κουρεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.